υπόπλεως

υπόπλεως
-ων, και ὑπόπλεος, -ον, Α
1. ο αρκετά γεμάτος
2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπόπλεως — ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full adverbial ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full masc/fem nom pl ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόπλεος — ον, Α βλ. ὑπόπλεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”